μαζέτας

μαζέτας
ο, θηλ. μαζέτα
1. το θηλ. μικρό και αδέξιο άλογο
2. (το αρσ.) άνθρωπος χωρίς ικανότητες, ανάξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mazette «μικρό, αδέξιο άλογο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαζετιά — η [μαζέτας] ανικανότητα, αδεξιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”